προσφθεγκτήριος

προσφθεγκτήριος
-ία, -ον, Α
αυτός που γίνεται με προσφώνηση, με χαιρετισμό («προσφθεγκτήρια δῶρα» — δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη με χαιρετισμό, Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσφθέγγομαι + επίθημα -τήριος (πρβλ. θελκ-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσφθεγκτήρια — προσφθεγκτήριος accosting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”